κακοπαθής
Смотреть что такое "κακοπαθής" в других словарях:
κακοπαθής — miserable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθής — ές (Α κακοπαθής, ές) αυτός που ζει σε δυστυχία και αθλιότητα, που υφίσταται ή έχει υποστεί συμφορές, ταλαιπωρίες αρχ. δυσχερής, επίπονος, οχληρός, ενοχλητικός. επίρρ... κακοπαθώς (Α) άθλια («κακοπαθῶς ζῶντες ἐπιβουλεύουσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κακοπαθῇς — κακοπαθέω to be in ill plight pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθῆ — κακοπαθής miserable neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κακοπαθής miserable masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κακοπαθής miserable masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθές — κακοπαθής miserable masc/fem voc sg κακοπαθής miserable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθεστάτῃ — κακοπαθής miserable fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθοῦς — κακοπαθής miserable masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθέσι — κακοπαθής miserable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθέστατοι — κακοπαθής miserable masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθῶς — κακοπαθής miserable adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθεστέρα — κακοπαθεστέρᾱ , κακοπαθής miserable fem nom/voc/acc comp dual κακοπαθεστέρᾱ , κακοπαθής miserable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)